- εφάπτομαι
- (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω)μέσ.1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.)2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύληνεοελλ.(το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η εφαπτομένημαθημ. ευθεία γραμμή που έχει ένα μόνο κοινό σημείο με κάποια καμπύλη και ιδιαίτερα με την περιφέρεια τού κύκλουμσν.ενεργ. ανάβωμσν.-αρχ.μέσ.1. τρώω2. μτφ. βάζω στο χέρι, αρπάζω κάτι με τη βία («ἐφάπτεται τῆς ἀρχῆς», Ευσ.)3. ξεκινώ, βάζω ως σκοπό μου, αναλαμβάνω κάτι, ασχολούμαι με κάτι («στέφος περιθέμενος κρατόρων αὐτανάκτων ἐφήπτετο τῶν τῆς ἀρχῆς πραγμάτων αὐθεκάστως», Κ. Μανασσ.)4. πλησιάζω («μὴ γήρως ἐφαψάμενος», Κ. Μανασσ.)αρχ.Ι. ενεργ. ἐφάπτω1. δένω κάτι πάνω σε κάτι, συνδέω, συνάπτω2. επικρεμώ, επιβάλλω ως καταδίκη («πότμον ἐφάψαις ὀρφανόν», Πίνδ.)3. φυλάω, τηρώ, υπακούω («τί δ'... ἐγώ λύουσα' ἄν ἤ 'φάπτουσα προσθείμην πλέον» — τί ωφέλεια θα προέκυπτε αν εγώ παρέβαινα ή φύλαγα [τη διαταγή τού Κρέοντος], Σοφ.)4. προξενώ, γίνομαι αιτία για κάτι («ἔγνω... τοὔργον κατ' ὀργὴν ὡς ἐφάψειεν τόδε» — κατάλαβε ότι με την οργή του έγινε αιτία τού χαμού της, Σοφ.)II. μέσ.1. πιάνομαι από κάτι («ἐπὴν χείρεσσιν ἐφάψεαι ἠπείροιο», Ομ. Οδ.)2. θεραπεύω3. φθάνω («ἐπεί γε τοῡδ' ἐφάπτομαι τόπου», Ευρ.)4. αξιώνω κάτι ως ιδιοκτησία μου5. εξετάζω κάτι με τη σκέψη μου, φθάνω σε κάτι με το μυαλό μου («ἅτε τοῡ ἀληθοῡς ἐφαπτομένῳ», Πλατ.)6. κατέχω θέση, βρίσκομαι σε θέση («εἴδεος ἐπαμμένος» — κατέχοντας μια σίγουρη θέση ομορφιάς, Ηρόδ.)7. ακολουθώ, έρχομαι κατόπιν8. σχετίζομαι με κάποιον («ἐφαπτόμενα ταύτης τῆς ἕξεως», Πλατ.)III. παθ.1. είμαι αναμμένος, κοκκινίζω2. (γ' εν. πρόσ. παρακμ. και υπερσ.) ἐφῆπται, ἐφῆπτοεπικρέμαται, επίκειται, είναι πεπρωμένο («ἔρις καὶ νεῑκος ἐφῆπται», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅπτομαι «εγγίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.